υδρολογικός

υδρολογικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο (βλ. λλ.), υδατολογικός: Υδρολογικός σταθμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • υδατολογικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στην υδατολογία ή στον υδατολόγο (βλ. λλ.), ο υδρολογικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”